- τουαλεταρίζομαι
- (çıkmaya) hazırlanmak, süslenmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τουαλεταρίζομαι — Ν [τουαλέτα] 1. κάνω την ατομική καθαριότητα, περιποιούμαι το σώμα μου 2. φορώ τουαλέτα, ντύνομαι επίσημα … Dictionary of Greek
τουαλεταρίζομαι — τουαλεταρίστηκα, τουαλεταρισμένος, καλλωπίζομαι, ντύνομαι επίσημα, κάνω ή βάζω τουαλέτα: Τουαλεταρίζεται πολλή ώρα. – Είναι ωραία τουαλεταρισμένη απόψε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουαλετάρισμα — το, Ν [τουαλεταρίζομαι] 1. ντύσιμο με επίσημο βραδινό φόρεμα 2. ατομική καθαριότητα και φροντίδα τού σώματος … Dictionary of Greek